🇫🇷 fr el 🇬🇷
protoxyde d’azote noun {m}
/pʁɔ.tɔk.sid d‿a.zɔt/
|
|
---|---|
αέριο του γέλιου, ιλαρυντικό αέριο, πρωτοξείδιο του αζώτου, υποξείδιο του αζώτου |
Wiktionary Links
- français: protoxyde d’azote